Η έκθεση «απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών»: Άφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ» παρουσιάζεται στον
Ελληνικό Κόσμο
του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, στο πλαίσιο του προγραμματισμού του για το επετειακό έτος 2021.
Η έκθεση παρουσιάστηκε αρχικά σε διοργάνωση και παραγωγή του Λυκείου των Ελληνίδων-Παράρτημα Βόλου, με αφορμή τον
εορτασμό των 100 χρόνων λειτουργίας του, το φθινόπωρο του 2020. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασής της στον Βόλο,
η έκθεση φιλοξενήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στο εμβληματικό Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρ. Ελευθεριάδη-Tériade στη Μυτιλήνη από
τον Άύγουστο έως και τον Οκτώβριο του 2021.
Το αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ με εβδομήντα και πλέον παλαιότερα και πρόσφατα έργα διακεκριμένων σύγχρονων
Ελλήνων εικαστικών, συγκεντρώνει σημαντικά νέα αλλά και σπουδαία παλαιότερα με τη γενναιόδωρη συνδρομή των συλλεκτών
τους -μεταξύ αυτών και έναν μικρό αλλά πολύτιμο πυρήνα πρωτότυπων έργων του Θεόφιλου. Άφορά σε έναν οργανικό διάλογο
με το φυσικό πρόσωπο και το έργο του ζωγράφου, που καταλαμβάνοντας έναν ξεχωριστό και πρωτογενή χώρο στην ιστορία
της νεότερης ελληνικής τέχνης και τιμώντας τους ήρωες που πολέμησαν για την Ελευθερία του Ελληνικού έθνους όσο κανείς,
αποτελεί ταυτόχρονα έναν διηνεκή συνομιλητή και εμπνευστή κορυφαίων εικαστικών και πνευματικών δημιουργών του τόπου μας.
Με αφετηρία τον Θεόφιλο και το χειροποίητο αλφαβητάριο της δικής του αγωνιώδους προσωπικής περιδίνησης και εικονοποιητικής
ενδελέχειας, με το εσωτερικό αναπαραστατικό βλέμμα των συμμετεχόντων στραμμένο σε κάποια από τα καταγεγραμμένα περιστατικά,
τα καθοριστικά για εκείνον τοπόσημα, τα ηρωικά φαντάσματα και τα άυλα εκκλησάκια του δύσβατου βίου του, επιχειρείται η
σύσταση ενός αυτοτελούς οργανικού σημειωματικού πεδίου με ρεαλιστικές και συμβολικές αναφορές. Η Ελληνική αρχαϊκή, κλασική
και νεότερη δημώδης μυθοπλασία στο έργο του, η ξεχωριστή ετούτη σπαρταριστή και πηγαία έκφραση που στη διεθνή ιστορία
της τέχνης ονομάστηκε ναΐφ (και όπου ο ίδιος εντέλει κατά την άποψη και του Τσαρούχη ίσως να μην ανήκει, καθώς υπήρξε
αφοσιωμένος μελετητής ελληνικών κλασικών και ευρωπαϊκών εικονοποιητικών προτύπων - όπως για παράδειγμα των έργων
του Peter von Ess), η παράφορη και ανιδιοτελής αγάπη του για ό,τι μικρό και μεγάλο ελληνικό που γνέφει με έναν αδιόρατο
τρόπο στον Καβάφη και τον Σεφέρη, στον Ελύτη, τον Τσαρούχη και τους υπόλοιπους ακρογωνιαίους λίθους της γενιάς του ’30
για το ίδιο αυτό δέμας, το χαρακτηριστικό σχέδιο, το στίλβον χρώμα, οι πλαστικές λεπτομέρειες και οι εννοιολογικές σημάνσεις
των ανθρώπων, των μύθων και των ηρώων, των θεριών και των πετεινών, των πόλεων και των κτηρίων, των χρυσοστόλιστων
φορεσιών και της στιλπνής τοπιογραφίας του, γίνονται οι αναβλύζουσες πηγές για τα σύγχρονα έργα και το ιχνογραφικό
εικαστικό αφήγημα της έκθεσης.
Η έκθεση ξεκινά με τα πορτραίτα του Θεόφιλου, άλλοτε ρεαλιστικά αποδοσμένα και άλλοτε αποτυπωμένα ως σκιές παρουσίας ή
αγιογραφημένα μικρά σύμπαντα. Κάποια από αυτά, με τα σύνεργα του ζωγράφου στα χέρια, ενδεδυμένα με την ανεμίζουσα
εκείνη φουστανέλα που το σωματοποιημένο εκτόπισμά της συχνά φέρνει στον νου τον Μακρυγιάννη. Ο Θεόφιλος με σπαθί και
σημαία. Ο Θεόφιλος ως φιγούρα θεάτρου σκιών, με τον βιολιτζή και τον σαντουριέρη του. Ο Θεόφιλος και ο σύγχρονος στρατηγός.
Κι ως αντίποδας, η απόδοση της μοναξιάς του «περιπλανώμενου». Του «σοβατζή». Του «Άγίου Πρόσφορου». Κι άλλοτε πάλι, η
φουστανέλα μόνη, ως λαλούν σύμβολο, αντί του σώματος του ζωγράφου. Τίτλοι και γράμματα από τα έργα του, ως
αποδομημένη και επαναδομημένη ταυτότητα του ελληνικού γένους. Η Σημαία και το αιωρούμενο σε χρυσό μεταφυσικό βάθος
συναπάντημά με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Κατόπιν η άφιξη του Θεόφιλου με το τραίνο στον Βόλο. Σπαράγματα της πόλης, ίχνη της μνήμης, πλίνθοι και κέραμοι. Κι ύστερα
μνήμες της Σμύρνης και της Άγιάσου και των θερινών ελαιώνων της Λέσβου. Υπαίθριοι γάμοι. Άγρίμια, πουλιά και πρόβατα.
Άρχαϊκοί αμφορείς και άνθη από τα γειτονικά περιβολάκια. Κι οι φορεσιές: νυφική απ’ το Τρίκερι, χράμια Πηλίου, φλουριά
χρυσά. Μύθοι και ήρωες. Ο Ερωτόκριτος και η Άρετούσα. Θεοί του Ολύμπου. Ο Μέγας Άλέξανδρος και η Γοργόνα. Ο Μέγας
Άλέξανδρος ξανά και ξανά, ως τρόπος ύπαρξης του ίδιου του ζωγράφου. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος. Ο Κατσαντώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κολοκοτρώνης. Τέλος, όλα ετούτα τα τρυφερά υλικά
που χρησιμοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες, υλικά αντάξια της δικής του πρωτογένειας: πέτρα και ξύλα παλαιά, ασβέστης
και χειροποίητο χαρτί, τενεκεδάκια και κλωστές, μαλλί και γάζες, μπρούντζος κι ασήμια, υφάσματα μπαμπακερά, σπάγκος,
φύλλα χρυσού και χαρτόνι.
Στα μάτια και στα χέρια του Θεόφιλου, έκπαγλα επεισόδια μυθολογίας, ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ηρωικής πατριωτικής
ιστορίας με προεξάρχοντα τα επεισόδια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μεταμορφώνονται και αποκτούν ζωή επάνω
στις πιο απρόσμενες επιφάνειες: αδρά χαρτόνια και ακατέργαστα ξύλα, τσίγκοι και λιόπανα, σοβάδες καφενείων και ταπεινών
σπιτιών, τρέπονται σε πεντάμορφα περιπετειώδη πεδία. Τον αναβλύζοντα κόσμο του της ελληνικής πρωτογένειας που ο ίδιος
μεταφέρει μέσω αυθύπαρκτων ιδεών και ιδίων επινοήσεων, μέσω αυτής της εμμονικής εντοπιότητας που πηγάζει από την ψυχή
και τα σπλάχνα της ιστορίας, μέσω του αλάνθαστου φωτεινού χρώματος και της κλασικής αυτοδίδακτης πλαστικής οντότητας,
μέσω των τρυφερών καθομιλούμενων ευρημάτων και των διαχρονικών ελληνικών μύθων, οι παρόντες εικαστικοί επιχειρούν
να τον προσεγγίσουν και να τον μεταλάβουν με προσήλωση και μελέτη, με απέραντη αγάπη και σεβασμό.